- ἱεροθύτης
- ἱεροθύτηςmasc nom sgἱ̱εροθύτης , ἱεροθυτέωsacrificeimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἱεροθυτέωsacrificeimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεροθύτης — ἱεροθύτης, δωρ. τ. ἱεροθύτας, ὁ (Α) ιερέας που τελούσε τις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θύτης (< θύω), πρβλ. επι θύτης, συν θύτης] … Dictionary of Greek
ἱεροθυτῶν — ἱεροθύτης masc gen pl ἱεροθυτέω sacrifice pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιεροθύτης — ἀρχιεροθύτης, ο (Α) ο πρώτος ιεροθύτης … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ιεροθυτείον — ἱεροθυτεῑον, τὸ (Α) [ιεροθύτης] το ιεροθύσιον* … Dictionary of Greek
ιεροθυτώ — ἱεροθυτῶ, έω [ιεροθύτης] προσφέρω θυσίες, θυσιάζω … Dictionary of Greek
ιεροθύσιον — ἱεροθύσιον, τὸ (Α) [ιεροθύτης] τόπος για τέλεση ιερών θυσιών … Dictionary of Greek
ἱεροθύτου — ἱερόθυτος devoted masc/fem/neut gen sg ἱεροθύτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)